Ιστορία των Ημερολογίων.

Σημαντικό κομβικό σημείο της εξελικτικής πορείας του ανθρώπου επι της γής και καταλυτικό για την μετέπειτα ραγδαία επιτάχυνση της εξέλιξής του, αποτέλεσε η διαπίστωσή του ότι ηταν δυνατή η μόνιμη εγκατάσταση σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Και αυτό γιατί η καλλιέργεια της γής και η εκτροφή ζώων μπορούσαν να του εξασφαλίσουν τροφή και υλικά στοιχειωδώς απαραίτητα για την επιβίωσή του. Οι νέες αυτές συνθήκες ζωής δημιούργησαν γρήγορα την ανάγκη ύπαρξης ενός τρόπου με τον οποίο θα μπορούσε να παρακολουθεί και να ελέγχει τις περιοδικές εργασίες που χρειαζόταν να γίνουν (σπορά, συγκομιδή, συλλογή και επεξεργασία τροφής, εκτροφή ζώων). Αυτή ηταν η πρώτη ανάγκη για την δημιουργία ημερολογίου.
Τα πρώτα ημερολόγια των αρχαίων λαών ( Μάγιας, Σουμέριοι, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Ινδοί, Αιγύπτιοι) βασίστηκαν στην παρατήρηση των περιοδικών φάσεων της σελήνης και ονομάζονται σεληνιακά ημερολόγια, τα οποία παρουσιάζουν ποικίλουσα χρονική απόκλιση από το ακριβές τροπικό έτος δηλαδή την διάρκεια περιφοράς της γής περί τον ήλιο.
Το πρώτο με σημαντική ακρίβεια ηλιακό ημερολόγιο που βασίστηκε στην κίνηση της γής περί τον ήλιο (τροπικό έτος), δημιουργήθηκε από τον Ελληνα αστρονόμο της Αλεξάνδρειας Σωσιγένη τον οποίο ο τότε Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιούλιος Καίσαρας κάλεσε προς τούτο στην Ρώμη. Το ημερολόγιο αυτό ονομάστηκε Ιουλιανό και τέθηκε σε εφαρμογή το 45 π.Χ. Το Ιουλιανό ημερολόγιο έλαβε σαν βάση το τροπικό έτος των 365,25 ημερών, διηρημένο σε δώδεκα μήνε και για την κάλυψη του δεκαδικού μέρους 0,25 της ημέρας κάθε έτους προσέθετε μία ημέρα (0,25 χ 4 = 1) κάθε 4 έτη στο τέλος του μηνός Φεβρουαρίου. Αυτά τα έτη με την προσθήκη της επι πλέον μίας ημέρας ονομάστηκαν δίσεκτα και ηταν αυτά που ο αριθμός τους ηταν διαιρετός με τον αριθμό 4.
Όμως το ακριβές και πραγματικό τροπικό έτος είναι 365,24219879 ημέρες και η διαφορά του από αυτό που χρησιμοποιήθηκε στο Ιουλιανό ημερολόγιο είναι 0,0078 της ημέρας. Αυτό σημαίνει ότι το Ιουλιανό ημερολόγιο παρουσιάζει μια καθυστέρηση ως προς το πραγματικό τροπικό έτος η οποία με την πάροδο των ετών και των αιώνων αύξανε σημαντικά. Η διαφορά αυτή τον εικοστό αιώνα έφτασε τις 13 όλόκληρες ημερες. Ετσι παρουσιάστηκε ανάγκη διόρθωσης του Ιουλιανού ημερολογίου και αυτό έγινε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ ο οποίος με εισηγήσεις του Γερμανού Ιησουϊτη μοναχού και αστρονόμου Christoforo Clavius και του καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Περούτζια αστρονόμου Luigi Lilio, έθεσε το 1582 σε εφαρμογή νέο ημερολόγιο που ονομάστηκε Γρηγοριανό και είναι αυτό που ισχύει σήμερα. Για την εξάλειψη της καθυστέρησης που παρουσίαζε το Ιουλιανό ημερολόγιο, το νέο Γρηγοριανό δέχεται 97 δίσεκτα ετη σε περίοδο 400 ετών και όχι 100. Δηλαδή από τα επαιώνια ετη (1600, 1700, 1800, κλπ) δέχεται ως δίσεκτα μόνο εκείνα που ο αριθμός των αιώνων διααιρείται ακριβώς με τον αριθμό 4 και όχι ολόκληρος ο αριθμός. Ετσι το ετος 1700 ηταν δίσεκτο για το Ιουλιανό ημερολόγιο αλλά όχι για το Γρηγοριανό.
Το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο εγινε αμέσως αποδεκτό από τις καθολικές χώρες, ενώ οι διαμαρτυρόμενες το αποδέχτηκαν αργότερα και σταδιακά. Μόλις στις αρχές του εικοστού αιώνα αρχισαν να το εφαρμόζουν οι ορθόδοξες χριστιανικές χώρες. Στην Ελλάδα εγινε αποδεκτό και εφαρμόστηκε το 1923 και για την κάλυψη των συσσωρευμένων μέχρι τότε 13 ημερών καθυστέρησης του Ιουλιανού ημερολογίου, η 16η Φεβρουαρίου 1923 ονομάστηκε 1η Μαρτίου με το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο που ακολουθείται σήμερα.
Ένα μέρος των πιστών και ιερωμένων της ορθόδοξης Χριστιανικής εκκλησίας δεν αποδέχτηκε την εφαρμογή του νέου Γρηγοριανού ημερολογίου και συνεχίζει να χρησιμοποιεί το Ιουλιανό ημερολόγιο με την καθυστέρηση των 13 ημερών, που ως παλιό τους εδωσε την ονομασία «παλαιοημερολογίτες».